- κρεωφαγια
- κρεωφαγίακρεω-φαγίαἥ мясное питание Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Ευσταθιανοί — οι (Μ Εὐσταθιανοί) οι οπαδοί τής αίρεσης τού Σεβαστείας Ευσταθίου, οι οποίοι απέκρουαν τον γάμο και την κρεωφαγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευστάθι ος + κατάλ. ανός (πρβλ. Ασι ανός, πραιτωρι ανός), βλ. και ευσταθής] … Dictionary of Greek
εγκρατίται — ἐγκρατῑται και ἐγκρατηταί, οι (AM) αιρετικοί οι οποίοι θεωρούσαν τον γάμο και την κρεωφαγία ως αμαρτήματα … Dictionary of Greek
ՄՍԱԿԵՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0302 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 15c գ. κρεωφαγία carnium esus, victus a carnibus եւ κραιπάλη crapula. Սովորութիւն ուտելոյ զմիս՝ չափով, կամ յանչափս. որ եւ ասի Մսամրցութիւն, որպէս շուայտութիւն. *Ոմանք… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)